- προσεμπίμπρημι
- Α1. κατακαίω, πυρπολώ επιπροσθέτως («ἐὰν δὲ ἐξελθὸν πῡρ εὕρῃ ἀκάνθας, καὶ προσεμπρήσῃ ἅλωνας ἢ στάχυς», ΠΔ)2. παθ. προσεμπίμπραμαι(για έλκη) φλεγμαίνομαι πάρα πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐμπίμπρημι «πυρπολώ»].
Dictionary of Greek. 2013.